Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Κείμενο Μιχάλη Μερακλή


27/06/2016                                                    
ΚΥΡΑΣΟΛΕΝΗ
Εν μέσω πολλαπλών περισπασμών δέχθηκα ένα ευγενικό τηλεφώνημα από τις εκδόσεις Νότιος Άνεμος, με το ερώτημα, αν θα μπορούσα να λάβω μέρος στην παρουσίαση του βιβλίου Κυρασολένη…(ουράνιο τόξο). Είδα το όμορφο και τυπογραφικά βιβλίο με τις «δέκα καριώτικες παραμυθο-ιστορίες για μικρά και μεγάλα παιδιά», γραμμένες από τέσσερες κυρίες και τον κύριο Γιαννίρη, όλες γεμάτες αγάπη για την Ικαρία. Κι ένιωσα πως οφείλω να συμμετάσχω στην παρουσίαση, καθώς ένα από τα αντικείμενα των λαογραφικών μελετών μου είναι το λαϊκό παραμύθι.
Το λαϊκό παραμύθι τράβηξε κατά καιρούς και πολλούς λόγιους, κυρίως από τη δημοσίευση της συλλογής των δύο αδελφών Grimm (1812), ιδίως τους Ρομαντικούς συγγραφείς και ποιητές στη Γερμανία. Αλλά και πριν απ’ αυτούς με τη δημοσίευση (1696/97) των έξι λαϊκών παραμυθιών από τον Pezault, ενθουσιάστηκαν κυρίες της γαλλικής Αυλής και άλλες αριστοκράτισσες, που διαμόρφωσαν δικό τους είδος παραμυθιού, για τις νεραΐδες, τις οποίες ένας ειδικός παραμυθολόγος χαρακτήρισε εύγλωττα «αυλικές» αφού οι κυρίες που τα έγραφαν τις  παρίσταναν κομψά ντυμένες. Εντούτοις τα παραμύθια αυτά γνώρισαν μεγάλην  επιτυχία με πολλές εκδόσεις, σ’ ένα ανάλογο, αριστοκρατικό κοινό.
Και σήμερα Έλληνες συγγραφείς (κυρίως γυναίκες) της παιδικής λογοτεχνίας, όπου έχουν αναδειχθεί σημαντικά πρόσωπα, επιχείρησαν να γράφουν και παραμύθι, επώνυμο, κατ’ αντίθεση προς το ανώνυμο λαϊκό παραμύθι. Αλλά, όπως νομίζω, το επώνυμο παραμύθι δεν σημείωσε επιτυχία γιατί, όσα στοιχεία  παρέλαβαν οι συγγραφείς από το λαϊκό παραμύθι, έχασαν τον τόνο και τη δύναμή τους, από λόγους παιδαγωγικής δεοντολογίας και άλλους. Το λαϊκό παραμύθι που δεν είναι παιδαγωγικό, όπως εκλαμβάνεται συνήθως ο όρος αυτός ή καλύτερα είναι παιδαγωγικό με το δικό του τρόπο, με τη δική του ηθική (η οποία π.χ. επιτάσσει στο γιό να σκοτώσει την ίδια τη μητέρα του, μάλιστα με αποτρόπαιο τρόπο, αν αυτή συκοφαντούσε αποδεδειγμένα τη νύφη της).
Τέτοια, σχολική ας το πω, παιδαγωγική δεν βρήκα στα παραμύθια της παρούσας συλλογής, που είναι άλλωστε παραμυθο-ιστορίες κι απ’ αυτό το λόγο κατάλληλα αρμόδια είναι για μεγάλους». Ίσως εισάγουν οι παραμυθο-ιστορίες αυτές ένα νέο είδος παραμυθιού, γιατί ευνοούν κάτι τέτοιο, νομίζω, οι σύγχρονοι καιροί.
Με ελάχιστα λόγια διατρέχω τα δέκα κείμενα, απανθίζοντας σημεία που υποστηρίζουν την άποψη αυτή.
Η κυρία Δέσποινα Σιμάκη έχει γράψει δύο ιστορίες. Της πρώτης ο τίτλος είναι: «Ο Φώτης, το κλωνί και το γαλάζιο φίδι». Περιορίζομαι να πω, ότι το φίδι είναι προσφιλές στο λαϊκό παραμύθι, τόσο στους μύθους ζώων όσο και στα μαγικά παραμύθια. Κρατώντας την παλαιότερη λαλιά, η κυρία Σιμάκη δίνει ένα βαθύτερο νόημα στο διάλογο παιδιά και φίδια, παραπέμποντας πιο πολύ στον τρόπο ζωής και σκέψης των παλαιότερων κατοίκων του νησιού, στην τότε πολιτισμική ατμόσφαιρα, που γέννησε τις παραμυθάδες και τους παραμυθάδες.
Κάτι ανάλογο κάνει και στη δεύτερη ιστορία: « Ο κυρ- Αντώνης στ’ απέσω περιβόλι», ενισχύει την άποψή μου ότι πρόκειται για ένα νέο είδος μυθιστορίας, όπου αντικατοπτρίζεται η ίδια η ζωή μιας κοινότητας, που πατάει και στο κατώφλι μιας εξελισσόμενης πραγματικότητας, όπου αρχίζει ο νεωτερισμός ν’ αγγίζει τα παραδοσιακά σχήματα. Αξίζει να σταθεί κανείς και σε δύο θέματα: στο θάνατο του Κότσου (το γάιδαρο του κυρ-Αντώνη) και στη συζήτηση των παιδιών κυρίως (μικρότερων και μεγαλύτερων) για τα «ούφο».
Η μεταθανάτια ζωή, ας το πω έτσι, του αγαπημένου γαιδάρου του κυρ-Αντώνη είναι και μια αφορμή να φανεί ένα προφανές άλλωστε αφηγηματικό ταλέντο. Είναι ένα Requism στην επί θύραις εξαφάνιση του γένους αυτών των αγίων τετράποδων από την ιστορία. Συγχρόνως στήνεται και το μνημείο του ταπεινού αυτού ζώου, που συμβόλιζε την ασύγκριτη , σιωπηλή υπομονή και καρτερία: «Ο Κότσος  -καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται-είτονε το πιο σβέλτο γαϊδούρι του νησιού. Επήαινε στη Μεσαριά στο τέταρτο απάνω και σε έξι ώρες επρόκαμνε να πάει στον Άγιο και να γυρίσει κιόλας». Αυτή η εισαγωγική παρουσίαση του Κότσου προετοιμάζει ένα τέλος της αφήγησης υπέροχα τραγικό. (Σε παρένθεση θέλω να πω, ότι πολλά αλλόκοτα πράγματα μηχανεύεται η γλώσσα των ανθρώπων: αυτού του  πλάσματος το όνομα, γαϊδούρι, πήρε χωρίς καμίαν ευλάβεια και το χρησιμοποίησε, άσκεφτα και επιπόλαια, εννοώντας μεταφορικά τον αγενή και αδιάντροπον άνθρωπο).
Το άλλο θέμα, όπως είπα, είναι οι συζητήσεις για τα «ούφο». Όσοι παλαιοί υπήρχαν (ή και υπάρχουν) ερμήνευαν το φαινόμενο μα τα παραδοσιακά κριτήρια της πίστης. Π.χ. στην Αιτωλία πίστευαν ότι «η ψυχή παρουσιάζεται πολλές φορές σα μύγα και την βλέπουν μόνον οι καθαροί. Αυτή η μύγα είναι άσπρη, σαν τη μελισσούλα». Έτσι και κάποιοι μεγάλοι Ικαριώτες, μάλιστα κατά την απόφανση ενός μικρού που διάβαζε κάτι παράξενα περιοδικά που του έστελνε ο θείος του από την Αθήνα, τα ούφο, έρχονται τελευταία και στην Ελλάδα, «αλλά ε μπόρουνε να τα δούνε ούλοι». Πάνε μόνο και παρουσιάζονται σε παράξενους ανθρώπους «οι ακαθαροί» έγιναν τώρα «παράξενοι». Ο άλλοτε ενδογενής λαϊκός ιδεαλισμός αρχίζει τώρα να κλονίζεται.
Ο κύριος Ηλίας Γιαννίρης προφανώς γνωρίζει (είδα και τις άλλες συναφείς δραστηριότητές του) ότι το λαϊκό –πάντα-παραμύθι είναι διήγηση, που η ουσία της έγκειται στα σύμβολα της. Δεν ενδιαφέρεται το παραμύθι για εκτενείς περιγραφές, είναι λιτό και συνήθως σύντομο, ενδιαφέρεται κατεξοχήν να επεξεργαστεί την υποβολή των σημασιών του ή των συμβόλων του.
Το παραμύθι του κύριου Γιαννίρη δεν προέρχεται από το παραδοσιακό θεματολόγιο. Αλλά το κύριο είναι ότι το παραμύθι του χτίζεται πάνω σ’ ένα σύμβολό, αυτό που δηλώνεται στον τίτλο: «Η γραμμή».
Τα σύμβολα συχνά χαρακτηρίζονται για την πολυσημία τους. Το να βρει κάποιος τι συμβολίζει αυτή η Γραμμή ίσως δεν είναι εύκολο (σε διήγηση της κυρίας Καλαλή  βλέπω πως «γραμμή» ονομάζεται μια τοποθεσία). Μια σκέψη κάνω, πως η ευθεία γραμμή (η «ίσαλος γραμμή» μνημονεύεται εδώ, αλλά και ζωγραφίζεται, γιατί ο λόγος  είναι για την Ικαρία, τα ταξίδια των κατοίκων έξω από αυτή γίνονται εξ ανάγκης μόνο με τα καράβια), η άνω, λοιπόν , τη σκέψη ότι η γραμμή αυτή συμβολίζει την εξέλιξη. Η γραμμή έφτασε ως την Αμερική. Άλλοι λένε κι άλλα, για την πολλές φορές κρυπτόμενη γραμμή, ενώ και ο ίδιος ο αφηγητής (ο κύριος Γιαννίρης) δεν καλοξέρει τι να πει. Χαρακτηριστική είναι και η φράση, με την οποία κλείνει η ιστορία: «Δεν ξέρω κι εγώ τι απόγινε. Τι να πω;»! Ίσως μέσα στις λίγες αυτές λέξεις κρύβεται κι ένα δίλημμα: η εξέλιξη σε ευθεία γραμμή και η συνεπαγόμενη πρόοδος είναι για το καλύτερο ή για το χειρότερο των ανθρώπων.
Η δεύτερη διήγηση του κύριου Γιαννίρη δίνει επίσης, με αριστοτεχνικό τρόπο, μια παραλλαγή ενός συμβολικού μύθου(εύληπτου αυτή τη φορά ) για ένα θέμα, που το χειρίστηκε ήδη ο παραμυθάς του θρύλου Αίσωπος. Μεταφέρω έναν αισώπειο μύθο, μεταφρασμένο από τον Ανδρόνικο Νούκιο το 16ο αιώνα: «Το λιοντάρι εκοιμόταν  και εις ποντικός εδιάβη από πάνω του, το δε λιοντάρι εξαφανίστη, και η αλεπού εγέλα. Και το λεοντάρι είπε: «Δεν κάμνει χρεία να καταφρονούμεν δε τον ποντικόν».
«Ο μύθος δηλοί ότι ουδέ τα μικρά δεν πρέπει να καταφρονούμεν».
Η κυρία Φρόσω Χωριάτη με «Τα δώρα της ζωής» έδωσε επίσης, θα έλεγα, και αυτή μιαν όμορφη δική της παραλλαγή της αρχαίας παράδοσης για τις τρεις Μοίρες, που έφτασε ως τα νεότερα χρόνια. Κι όταν, σχετικά πρόσφατα, έφυγαν από την περιοχή του Μύθου, μετουσιώθηκαν και οι τρεις μαζί σε μια, στην πεπρωμένη Μοίρα, στην οποία πολλοί δεν είχαν ακόμα πάψει να πιστεύουν. Όμως η νέα, ικαριώτικη παραλλαγή της κυρίας Χωριάτη είναι μόνο χαρούμενη, εμπνευσμένη από τις φυσικές ομορφιές του νησιού της και τους κατοίκους του, που τους κινεί και τους συγκινεί πάντα η μουσική (προπάντων οι αήζωες μαντινάδες τους) και ο χορός, με πρωταγωνιστή τον ικαριώτικο.
Ευρηματική είναι η ιδέα του «κατεβάσματος» των Μοιρών από τον ουρανό, με πολύχρωμο ουράνιο τόξο την «Κυρασολένη», που εύστοχα έγινε και ο τίτλος της όλης της συλλογής.
Στη γραφίδα της κυρίας Χωριάτη οφείλεται και το «Όνειρο της Ρηνιώς». Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της ιστορίας αυτής προσωπικά βλέπω στο γεγονός, ότι η κυρία Χωριάτη, σε μέρες όπου οι κομπάζοντες για τις μοντέρνες ιδέες τους διατείνονται, ότι πρέπει να λογικευθεί ο κόσμος, παύοντας να πιστεύει στα θαύματα, σαν να έχει η (δοκιμασμένοι αιώνες και αιώνες) λογική των ανθρώπων το «θαυμαστό» δικό της τρόπο να φέρει και να εμπεδώσει κοινωνική δικαιοσύνη. Αδυνατεί η κενή υπεροψία των παντός είδους ορθολογιστών να ευνοήσει, ένα υπαρκτό θαύμα της ουσιώδους φιλανθρωπίας που εκφράζει ένα μεγάλο μέρος του λαού μας και το εκδηλώνει έμπρακτα τελευταία.
Ο ανόητος δάσκαλος, που ξυλοκοπεί ένα ευαίσθητο πλάσμα, το οποίο θέλει να επιτύχει, με αξιολάτρευτη προσπάθεια, το δικαίωμα μιας δικής του ζωής, ίσως είναι κι ένα ωραίο σύμβολο του τόσο διαδεδομένου δυστυχώς δοξασμού της μονοδιάστατης, ξερής λογικής και γνώσης. Τέτοια μηνύματα μακάρι να περνούσαν στις σύγχρονες παραμυθο-ιστορίες.
Η κυρία Παριάρου λέει- και λέει την αλήθεια- πως «ο Ίκαρος ζει». Μολονότι μύθος, παραμένει ζωντανός. Η Ελληνική μυθολογία, φημισμένη ανά τους αιώνες, - ‘όπως και άλλων λαών με μακρά παράδοση,-έχει καταγραφεί και μελετηθεί σε ανεξάντλητον αριθμό επιστημονικών και εγκυκλοπαιδικών έργων και λεξικών, όπου τη συναντούν ειδικοί και μη ειδικοί φιλαναγνώστες. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, οι Μυθολογίες έχουν γίνει βιβλία πλαισιωμένα ωστόσο από τα υλικά, αρχιτεκτονικά κυρίως, μνημεία, που μιλούν με τη δική τους γλώσσα. Την εντυπωσιακήν εξαίρεση του Ίκαρου τονίζει, αφηγηματικά, η κυρία Παριάρου ο οποίος απεβίωσε, ακριβώς, στην τοπική (και όχι μόνο) προφορική παράδοση και στην προφορική ιστορία.
Στη δεύτερη ιστορία της η κυρία Παριάρου δίνει ένα αυτοσχέδιο παραμύθι. Δεν προσομοιάζει σε κάποιον παραμυθιακό τύπο, αλλά χρησιμοποιεί παραδεδομένα γνωρίσματα του παραμυθιού εν γένει, όπως: ανιμισμό των πάντων: θάλασσας, χρόνου γης κ.α., ή την είσοδο του προσώπου που αφηγείται μέσα στη δράση του παραμυθιού, ιδίως σε κατακλείδες. Μιλάει για ένα βασιλιά πανέμορφο, που έχει κάνει το βασίλειο του ξακουστό σε όλο τον κόσμο, ώσπου καυχήθηκε ότι δεν φοβάται το Χρόνο, που όλα τα καταλύει. Ο χρόνος θύμωσε, σε μια στιγμή του τα πήρε όλα. Έχασε με το χαμό των πάντων και τον ύπνο του. Βρέθηκε «στην ακτή ενός μικρού αιγαιοπελαγίτικου νησιού, το μόνο που ο Χρόνος είχα αφήσει ανέγγιχτο, από το φόβο του, μήπως η νύμφη Φυλλομένη που βρισκόνταν εκεί συνάντησε θα τον κοίμιζε μαγικά. Η Φυλλομένη συνάντησε το βασιλιά. Τα λόγια της ήταν μύθοι και «νότες» που έκαναν ευτυχισμένον όποιον την άκουγε. Πήρε το βασιλιά, τον έφερε στο σπίτι της, που ήταν μια βελανιδιά, άρχισε να του λέει παραμύθια γλυκά, που του έφερναν για πρώτη φορά ξανά έναν ήσυχον, ωραίων ύπνο (οι αρχαίοι έλεγαν τα παραμύθια «ύπνου φάρμακα»). Ο φόβος του Χρόνου πως θα τον κοιμίσουν τα παραμύθια της Φυλλομένης έχει και τη συμβολική προέκταση τους τα παραμύθια δεν τα κατέλυσε ο Χρόνος.
Η αφηγήτρια, όπως είπα μπαίνει στο τέλος και η ίδια στην αφήγηση: «Όταν ο δρόμος είναι άδειος, σταματώ στο υπέροχο αυτό δέντρο (….), ακουμπώ την ήρεμη κεφάλι μου στον κορμό του (….), ακούω την ήρεμη ανάσα του βασιλιά , που αποκοιμιέται ευτυχισμένος  αν είμαι πολύ τυχερή, ακούω και γω κάποιαν ιστορία της Φυλλομένης και μετά τρέχω γεμάτη χαρά να τη γράφω…».
Η κυρία Άννα Καλαλή είναι ήδη μνημένη στο λαϊκό παραμύθι (έχει εκδώσει το «Μισοκωλάκι» με το βαθύτερον, όπως νομίζω, συμβολισμό του).
Έχοντας κι αυτή κρατήσει την τοπική γλώσσα της παράδοσης, αφηγείται, με μια σειρά αλληλένδετων μαγικών επεισοδίων και «χτίζει» το «Σπιτο-κάθισμα του φοβογιώργη», σε μια πραγματική παραμυθο-ιστορία, με σφιχτά ενωμένα τα δύο αυτά ήμιση, παραμύθι και πραγματική Ιστορία (στον καιρό των άγριων «μαύρων» κουρσάρων, που «ανέβαινανε σαν τους καρκάντζαρους αφ’ τις ρεματιές κι οι γυναίκες ανεφρακωμένες ούρλιαζαν κι εκρύβουνταν ούλοι στα χωστοκέλλια των να περάσει το κακό». Μας δίνεται ένα σύγχρονο (όχι μοντέρνο) υποδειγματικό παραμύθι.
Διαβάζω τη σεμνή υποσημείωση της, η οποία κοσμεί και το αναμφισβήτητο αφηγηματικό ταλέντο της. Γράφει: «Ορολογίες, τοπωνύμια και ιδιωματικές εκφράσεις αντλήθηκαν από τα βιβλία της Δήμητρας Σκούδη και του Γιώργου Κόκκινου. Το παραμύθι λοιπόν αφιερώνεται σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους που μου πρόσφεραν την έμπνευση για να πλάσω ετούτη την ιστορία, αλλά και- κυρίως αυτή- την αγάπη για να τη γράψω».
Το ωραίο βιβλίο κλείνει με τη δεύτερη ιστορία της κυρίας Καλαλή, «Η δημογεροντέ μας μες στ’ όνειρο της πέτρας», ένα λυρικό κιόλας ιστόρημα για την πολύπλάγητη ζωή της μικρής όπως άλλωστε και της μεγάλης πατρίδας όλων μας, μια ποιητική συμπερίληψη των σταδίων της, όπου εξαίρεται όχι μόνο το σημείο της υπομονής , όπως το είπε η λαϊκή μεταφορά: «πέτρα της υπομονής» (άρεσε στο Γιώργο Σεφέρη, που το πήρε και το ‘βαλε στην ποίηση του («στην πέτρα της υπομονής είχαμε καθίσει»), αλλά και της αδάμαστης και σκληρής αντοχής, αγωνιστικότερα.

Επίτιμος Καθηγητής
Μιχάλης Μερακλής.             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου